αδιοίκητος

αδιοίκητος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν έχει διοίκηση, ακυβέρνητος: Ο λόχος μας εκείνη την ημέρα ουσιαστικά ήταν αδιοίκητος.
2. αυτός που δε διοικείται, δεν κυβερνιέται καλά: Η πατρίδα μας πολλές φορές στα νεότερα χρόνια ήταν αδιοίκητη.
3. αυτός που δύσκολα κυβερνιέται: Μερικές φορές στην αρχαία Αθήνα ο λαός ήταν αδιοίκητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀδιοίκητος — unarranged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιοίκητος — η, ο (Α ἀδιοίκητος, ον) αυτός που δεν έχει διοίκηση, ο ακυβέρνητος νεοελλ. αυτός που δεν έχει καλή διοίκηση, παραμελημένος, κακοκυβέρνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διοικῶ. ΠΑΡ. ἀδιοικησία] …   Dictionary of Greek

  • ἀδιοίκητον — ἀδιοίκητος unarranged masc/fem acc sg ἀδιοίκητος unarranged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιοικήτους — ἀδιοίκητος unarranged masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιοίκητα — ἀδιοίκητος unarranged neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιοίκητοι — ἀδιοίκητος unarranged masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιοικησία — η (Α ἀδιοικησία) [ἀδιοίκητος] έλλειψη διοικήσεως νεοελλ. κακή διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”