- αδιοίκητος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δεν έχει διοίκηση, ακυβέρνητος: Ο λόχος μας εκείνη την ημέρα ουσιαστικά ήταν αδιοίκητος.2. αυτός που δε διοικείται, δεν κυβερνιέται καλά: Η πατρίδα μας πολλές φορές στα νεότερα χρόνια ήταν αδιοίκητη.3. αυτός που δύσκολα κυβερνιέται: Μερικές φορές στην αρχαία Αθήνα ο λαός ήταν αδιοίκητος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.